προεκβιβάζω

προεκβιβάζω
Α
εξαπολύω, ρίχνω κάποιον σε μάχη πρόωρα («παρεκάλουν αὐτὸν μὴ προεκβιβάζειν σφᾱς εἰς τὸν πρὸς Ῥωμαίους πόλεμον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐκβίβάζω «αναγκάζω κάποιον να πάρει μέρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”